- πελανός
- πελανόςany thick liquid substancemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέλανος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελανός — και πέλανος, ό, Α 1. κάθε πυκνόρρευστο υγρό, όπως, λ.χ. το λάδι και β) το πηχτό αίμα («ῥοφεῑν ἐρυθρὸν ἐκ μελέων πελανόν», Αισχύλ.) 2. παχύρρευστο μίγμα από αλεύρι, μέλι και λάδι, το οποίο έχυναν ή έκαιγαν στους βωμούς ως προσφορά στους θεούς 3.… … Dictionary of Greek
πελανοῖσι — πελανός any thick liquid substance masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελανοί — πελανός any thick liquid substance masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελανοῦ — πελανός any thick liquid substance masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελανούς — πελανός any thick liquid substance masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελανῶν — πελανός any thick liquid substance masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελανόν — πελανός any thick liquid substance masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελάνοις — πέλανος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελάνοισι — πέλανος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)